- καρκινολογικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρκινολογία: Το νοσοκομείο αυτό είναι καρκινολογικό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρκινολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρκινολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. carcinological < carcinolog (πρβλ. καρκινολογία) + ical (< λατ. icalis), που στην ελλ. αποδίδεται με την ικός] … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek